τεράστιος

τεράστιος
огромен

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τεράστιος — monstrous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεράστιος — α, ο / τεράστιος, ον, ΝΜΑ πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, ο πολύ μεγάλων διαστάσεων, πελώριος, υπερφυσικός (α. «τεράστια περιουσία» β. «τεράστιο το πρόβλημα τής ρύπανσης τού περιβάλλοντος» γ. «τεράστιον τὸ πρᾱγμα ἐφαίνετο», Λουκιαν. δ. «τεράστιον… …   Dictionary of Greek

  • τεράστιος — α, ο επίρρ. α υπερβολικά μεγάλος, υπερφυσικός, πελώριος: Τεράστιος πλούτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεραστίως — τεράστιος monstrous adverbial τεράστιος monstrous masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεράστιον — τεράστιος monstrous masc/fem acc sg τεράστιος monstrous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίοις — τεράστιος monstrous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίου — τεράστιος monstrous masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίους — τεράστιος monstrous masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίων — τεράστιος monstrous masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίῳ — τεράστιος monstrous masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεράστια — τεράστιος monstrous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”